φαρμακιάρης

φαρμακιάρης
ο, θηλ. φαρμακιάρα, Ν
(για πρόσ.) κακεντρεχής, φθονερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + κατάλ. -άρης (πρβλ. κουρελι-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακομύτης — ο θηλ. α εκείνος που η μύτη του στάζει φαρμάκι, κακεντρεχής, φθονερός, φαρμακιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιδόγλωσσα — η 1. η γλώσσα του φιδιού. 2. μτφ., άνθρωπος κακόγλωσσος, που η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, ο φαρμακιάρης: Δε λέει καλή κουβέντα για κανένα, τέτοια φιδόγλωσσα είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”